- κακοτροφώ
- κακοτροφῶ, -έω (Α)1. (κυρίως για φυτά) (ενεργ. και μέσ. και με την ίδια σημασ.) τρέφομαι κακώς2. παθ. κακοτροφούμαι, -έομαι (για αμπέλι) έχω κακή, πλημμελή περιποίηση, μέ περιποιούνται ατελώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -τροφῶ (< -τροφος < τροφός), πρβλ. ξενο-τροφώ, φιλο-τροφώ].
Dictionary of Greek. 2013.